- νήσος
- η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος)έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησίνεοελλ.φρ. «νήσος τού Ράιλ»ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την οποία σχηματίζουν ο μετωπιαίος, ο βρεγματικός και ο κροταφικός λοβόςαρχ.1. αγρός που περιβρέχεται από τον Νείλο2. ξηρά στην οποία έχουν γίνει προσχώσεις3. είδος γυναικείου χιτώνα με κράσπεδο, αλλ. περίνησος4. (με περιληπτ. σημ.) οι κάτοικοι τού νησιού5. μτφ. (για την εκκλησία) τόπος όπου καταφεύγουν οι χριστιανοί6. φρ. α) «νῆσος Πέλοπος» — η Πελοπόννησος (Σοφ.)β) «μακάρων νῆσοι» — νησιά στα οποία, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, διέμεναν ευτυχείς οι νεκροίγ) «νῆσος ποταμοφόρητος» — αγρός που αρδεύεται από τα νερά τού Νείλου7. στον πληθ. αἱ νῆσοιτα νησιά τού Αιγαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το γεγονός ότι οι λέξεις τών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών για το νῆσος διαφέρουν πολύ μεταξύ τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται πιθ. για μεσογειακή δάνεια λ., που συνδέεται με το επίσης άγνωστης ετυμολ. λατ. insula «νησί». Η σύνδεση τής λ. με το θ. νη- (νῆσος < *νη-κιο-ς) τού νήχω «κολυμπώ» και τα λατ. na-re «κολυμπώ» και nasus «ακρωτήριο» δεν φαίνεται πιθανή. Η λ. νῆσος συνδέεται, τέλος, με το κατωιταλ. nasida.ΠΑΡ. νησί(ον), νησίδιο(ν), νησίς / -ίδα, νησιώτης, νησύδριο(ν)αρχ.νησαίος, νησεύομαι, νησιάζω, νησιάς, νησίζω, νησίτης, νησούμαινεοελλ.νησώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νησοποιώαρχ.νησιάρχης, νησίαρχος, νησοβασιλεία, νησοειδής, νησομαχία, νησόπολις, νησοφύλαξ. (Β συνθετικό) αρχ. εύνησος, μικρόνησος, περίνησος, χερ(ρ)όνησοςνεοελλ.ερημόνησος, μεγαλόνησος, Πελοπόννησος, χερσόνησος].
Dictionary of Greek. 2013.